ξεπάστρεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεπάστρεμα | τα | ξεπαστρέματα |
| γενική | του | ξεπαστρέματος | των | ξεπαστρεμάτων |
| αιτιατική | το | ξεπάστρεμα | τα | ξεπαστρέματα |
| κλητική | ξεπάστρεμα | ξεπαστρέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεπάστρεμα < ξεπαστρεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πριν από [m].[1] Μορφολογικά, ξε- + πάστρεμα
Μεταφράσεις
ξεπάστρεμα
|
Αναφορές
- ξεπάστρεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.