ξεπάστρεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπάστρεμα τα ξεπαστρέματα
      γενική του ξεπαστρέματος των ξεπαστρεμάτων
    αιτιατική το ξεπάστρεμα τα ξεπαστρέματα
     κλητική ξεπάστρεμα ξεπαστρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεπάστρεμα < ξεπαστρεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πριν από [m].[1] Μορφολογικά, ξε- + πάστρεμα

Ουσιαστικό

ξεπάστρεμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.