δολοφονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δολοφονία οι δολοφονίες
      γενική της δολοφονίας των δολοφονιών
    αιτιατική τη δολοφονία τις δολοφονίες
     κλητική δολοφονία δολοφονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δολοφονία < αρχαία ελληνική < δολοφόνος

Ουσιαστικό

δολοφονία θηλυκό

  1. ο φόνος ανθρώπου που διαπράττεται με δόλο, κατόπιν σχεδίου
  2. ο φόνος ανθρώπου που διαπράττεται λόγω εγκληματικής αμέλειας ή αδιαφορίας για την αξία της ζωής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.