φυγάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φυγάς οι φυγάδες
      γενική του φυγά των φυγάδων
    αιτιατική τον φυγά τους φυγάδες
     κλητική φυγά φυγάδες
Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη[1]
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φυγάς οι φυγάδες
      γενική του/της φυγάδος των φυγάδων
    αιτιατική τον/τη φυγάδα τους/τις φυγάδες
     κλητική φυγάς φυγάδες
Καθαρεύσουα, ιδιόκλιτο, με κάποιους τύπους από την αρχαία κλίση φυγάς.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυγάς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυγάς (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fugitif[1])

Ουσιαστικό

φυγάς αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / φυγάς οἱ/αἱ φυγάδες
      γενική τοῦ/τῆς φυγάδος τῶν φυγάδων
      δοτική τῷ/τῇ φυγάδ τοῖς/ταῖς φυγάσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν φυγάδ τοὺς/τὰς φυγάδᾰς
     κλητική ! φυγάς φυγάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυγάδε
γεν-δοτ τοῖν  φυγάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυγάς < φεύγω (αόριστος βʹ: ἔφυγον) + -άς

Ουσιαστικό

φυγάς αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο δραπέτης, ο λιποτάκτης
    ἀνήρ... φυγὰς εἶναι παρ᾽ ὑμῶν (άνδρας... που είχε λιποτακτήσει από εσάς)
    ...φυγάδα πρόδρομον... ([τον έκανες] να τρέχει σαν φυγάς)
  2. ο εξόριστος
    ἀλλ᾽ ἀνάστατος αὐτοῖς ἐπέμφθην κἀξεκηρύχθην φυγάς
    με ξεσπίτωσαν και με καταδίκασαν στην ποινή της εξορίας

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις φυγή και φεύγω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.