δραπετεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δραπετεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δραπετεύω < δραπέτης

Ρήμα

δραπετεύω

  1. φεύγω κρυφά από έναν κλειστό φυλασσόμενο χώρο (φυλακή, στρατόπεδο κλπ)
  2. (μεταφορικά) ξεφεύγω, έστω και προσωρινά από μια δυσάρεστη κατάσταση

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δραπετεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

δραπετεύω

  • διαφεύγω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 216b
    δραπετεύω οὖν αὐτὸν καὶ φεύγω, καὶ ὅταν ἴδω, αἰσχύνομαι τὰ ὡμολογημένα.
    Δραπετεύω λοιπόν και προσπαθώ να τον αποφύγω· κι όταν τον δω, ντρέπομαι για τα όσα είχαμε συνομολογήσει.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 2, 4.16
    φυλαττόμενοι δὲ δραπετεύσουσιν ἀεὶ ὑπὸ ταῖς ἀσπίσιν· ὥστε ἐξέσται ὥσπερ τυφλοὺς καὶ τύπτειν ὅπου ἂν βουλώμεθα καὶ ἐναλλομένους ἀνατρέπειν.
    • Αυτοί πάλι θα κρύβονται όλη την ώρα κάτω από τις ασπίδες τους για να προφυλαχτούν — έτσι θα μπορούμε να τους χτυπάμε όπου θέλουμε, σαν να ᾽ναι τυφλοί, αλλά και να ορμάμε καταπάνω τους και να τους γκρεμίζουμε.
      Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greeklanguage.gr
    • και αυτοί θα διαφεύγουν πάντα προφυλασσόμενοι κάτω από τις ασπίδες τους — έτσι θα μπορούμε να τους χτυπάμε όπου θέλουμε, σαν να ᾽ναι τυφλοί, αλλά και να ορμάμε καταπάνω τους και να τους ανατρέπουμε.
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
      2ος κε αιώνας Λουκιανός, 25, 29 Τίμων ἢ Μισάνθρωπος @wikisource
    Ὡς δὲ λεῖος εἶ καὶ ὀλισθηρός, ὦ Πλοῦτε, καὶ δυσκάτοχος καὶ διαφευκτικός, οὐδεμίαν ἀντιλαβὴν παρεχόμενος βεβαίαν ἀλλ᾽ ὥσπερ αἱ ἐγχέλεις ἢ οἱ ὄφεις διὰ τῶν δακτύλων δραπετεύεις οὐκ οἶδα ὅπως·
    Δεν ξέρω, Πλούτε, πώς είσαι τόσο λείος και γλιστερός και δυσκολοκράτητος, έτοιμος να διαφεύγεις. Πώς δεν έχεις καμιά σταθερή λαβή, μα ξεγλιστράς, όπως τα χέλια και τα φίδια, δεν το καταλαβαίνω.
    Μετάφραση (1977): Ερμιόνη Ηλιάδου, @greeklanguage.gr

Συγγενικά

  • δραπεταγώγιον
  • δραπεταγωγός
  • δραπέτας
  • δραπετεία
  • δραπέτευμα
  • δραπέτευσις
  • δραπέτης
  • δραπετίδας
  • δραπετίδης
  • δραπετικός
  • δραπετίνδα
  • δραπέτις
  • δραπετίσκος
  • δραπετοδούλως
  • δραπετοποιός
  • δραπέτρια
  • δραπέτων
  • δράπων

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.