διαφεύγω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
διαφεύγω
1. Απομακρύνομαι εντέχνως (από τόπο ή κατάσταση), χωρίς να γίνομαι αντιληπτός
2 Καταφέρνω να αποφύγω (κάτι αρνητικό για μένα)
3 Διαρρέω, διαχέομαι
- ο καταζητούμενος διέφυγε τη σύλληψη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.