εξόριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξόριστος | η | εξόριστη | το | εξόριστο |
| γενική | του | εξόριστου | της | εξόριστης | του | εξόριστου |
| αιτιατική | τον | εξόριστο | την | εξόριστη | το | εξόριστο |
| κλητική | εξόριστε | εξόριστη | εξόριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξόριστοι | οι | εξόριστες | τα | εξόριστα |
| γενική | των | εξόριστων | των | εξόριστων | των | εξόριστων |
| αιτιατική | τους | εξόριστους | τις | εξόριστες | τα | εξόριστα |
| κλητική | εξόριστοι | εξόριστες | εξόριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξόριστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
εξόριστος
Ουσιαστικό
εξόριστος αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.