φυγάδας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φυγάδας | οι | φυγάδες |
| γενική | του | φυγάδα | των | φυγάδων |
| αιτιατική | τον | φυγάδα | τους | φυγάδες |
| κλητική | φυγάδα | φυγάδες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυγάδας < αρχαία ελληνική φυγάς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φυγή
Μεταφράσεις
φυγάδας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.