λιποτάκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιποτάκτης οι λιποτάκτες
      γενική του λιποτάκτη των λιποτακτών
    αιτιατική τον λιποτάκτη τους λιποτάκτες
     κλητική λιποτάκτη λιποτάκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιποτάκτης < ελληνιστική κοινή λιποτάκτης < αρχαία ελληνική λείπω + τάσσω

Ουσιαστικό

λιποτάκτης αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικός (στρατιώτης ή αξιωματικός) που εγκαταλείπει τη μονάδα του χωρίς να έχει πάρει άδεια
  2. (μεταφορικά) όποιος εγκαταλείπει την προσπάθεια για κάτι και όσους προσπαθούν μαζί του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.