φλέβα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φλέβα | οι | φλέβες |
| γενική | της | φλέβας | των | φλεβών |
| αιτιατική | τη | φλέβα | τις | φλέβες |
| κλητική | φλέβα | φλέβες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

φλέβες που ξεχωρίζουν κάτω από ανθρώπινο δέρμα
Ετυμολογία
- φλέβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φλέψ από την αιτιατική «τὴν φλέβα» μέσω της μεσαιωνική ή ελληνιστικής < φλέω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfle.va/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλέ‐βα
Ουσιαστικό
φλέβα θηλυκό
- (ανατομία) αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα προς την καρδιά
- ↪ Ήταν τόσο έντονη η προσπάθειά του, ώστε είχαν πεταχτεί όλες οι φλέβες του.
- (γεωλογία) πλούσιο κοίτασμα ορυκτού ή μετάλλου· κάθε ακανόνιστη διείσδυση ορυκτού ή μετάλλου σε περιβάλλοντα πετρώματα.
- ↪ Οι χρυσοθήρες έπεσαν πάνω σε μια γερή φλέβα χρυσού.
- (μεταφορικά) το ποιητικό, λογοτεχνικό ταλέντο, η ποιητική ιδιοσυγκρασία
- ↪ αξιόλογη ποιητική φλέβα, ιδιαίτερη σατιρική φλέβα
Συγγενικά
- ενδοφλεβικός
- ενδοφλέβιος
- ενδοφλεβίτιδα
- θρομβοφλεβίτιδα
- φλεβίδιο
- φλεβικός
- φλεβίτης
- φλεβίτιδα
- φλεβόκομβος
- φλεβοκομβικός
- φλεβόστρωμα
- φλεβοτομία
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φλέβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.