φλέβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλέβα οι φλέβες
      γενική της φλέβας των φλεβών
    αιτιατική τη φλέβα τις φλέβες
     κλητική φλέβα φλέβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φλέβες που ξεχωρίζουν κάτω από ανθρώπινο δέρμα

Ετυμολογία

φλέβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φλέψ από την αιτιατική «τὴν φλέβα» μέσω της μεσαιωνική ή ελληνιστικής < φλέω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfle.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλέβα

Ουσιαστικό

φλέβα θηλυκό

  1. (ανατομία) αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα προς την καρδιά
    Ήταν τόσο έντονη η προσπάθειά του, ώστε είχαν πεταχτεί όλες οι φλέβες του.
  2. (γεωλογία) πλούσιο κοίτασμα ορυκτού ή μετάλλου· κάθε ακανόνιστη διείσδυση ορυκτού ή μετάλλου σε περιβάλλοντα πετρώματα.
    Οι χρυσοθήρες έπεσαν πάνω σε μια γερή φλέβα χρυσού.
  3. (μεταφορικά) το ποιητικό, λογοτεχνικό ταλέντο, η ποιητική ιδιοσυγκρασία
    αξιόλογη ποιητική φλέβα, ιδιαίτερη σατιρική φλέβα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φλέβα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.