κοίτασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοίτασμα τα κοιτάσματα
      γενική του κοιτάσματος των κοιτασμάτων
    αιτιατική το κοίτασμα τα κοιτάσματα
     κλητική κοίτασμα κοιτάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοίτασμα < μεσαιωνική ελληνική κοίτασμα (κρεβάτι)

Ουσιαστικό

κοίτασμα ουδέτερο

κοίτασμα χρυσού
κοιτάσματα πετρελαίου
μεταλλοφόρο κοίτασμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.