φλεβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φλεβικός | η | φλεβική | το | φλεβικό |
| γενική | του | φλεβικού | της | φλεβικής | του | φλεβικού |
| αιτιατική | τον | φλεβικό | τη | φλεβική | το | φλεβικό |
| κλητική | φλεβικέ | φλεβική | φλεβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φλεβικοί | οι | φλεβικές | τα | φλεβικά |
| γενική | των | φλεβικών | των | φλεβικών | των | φλεβικών |
| αιτιατική | τους | φλεβικούς | τις | φλεβικές | τα | φλεβικά |
| κλητική | φλεβικοί | φλεβικές | φλεβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Το φλεβικό αίμα κυλά στις φλέβες -εδώ, στου χεριού
Ετυμολογία
- φλεβικός < αρχαία ελληνική φλεβικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φλεβικός < φλέψ
Επίθετο
φλεβικός,ή,όν
- ό,τι και στη νεοελληνική
- φλεβικοί πόροι : τα αγγεία (το "μεταφορικό μέσο" του αίματος)
Συγγενικά
- φλέψ (η φλέβα)
- το φλέβιον (η μικρή φλέβα)
- ο φλεβοτόμος (στην αρχαιότητα το νυστέρι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.