φλεβοκομβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλεβοκομβικός η φλεβοκομβική το φλεβοκομβικό
      γενική του φλεβοκομβικού της φλεβοκομβικής του φλεβοκομβικού
    αιτιατική τον φλεβοκομβικό τη φλεβοκομβική το φλεβοκομβικό
     κλητική φλεβοκομβικέ φλεβοκομβική φλεβοκομβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλεβοκομβικοί οι φλεβοκομβικές τα φλεβοκομβικά
      γενική των φλεβοκομβικών των φλεβοκομβικών των φλεβοκομβικών
    αιτιατική τους φλεβοκομβικούς τις φλεβοκομβικές τα φλεβοκομβικά
     κλητική φλεβοκομβικοί φλεβοκομβικές φλεβοκομβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φλεβοκομβικός < φλεβόκομβος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

φλεβοκομβικός

φλεβοκομβική ταχυκαρδία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.