φλέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φλέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew (φουσκώνω, ρέω) (ρίζα με παραλλαγές φλε και φλο ή και φλοι, φλι)

Ρήμα

φλέω

  1. γεμίζω, είμαι κατάμεστος
  2. είμαι άφθονος
  3. καρποφορώ


Συγγενικά

Σύνθετα

  • φλεδονεία
  • φλεδονεύομαι
  • φλεδονέω
  • φλεδονώδης
  • φλέδων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.