θρομβοφλεβίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θρομβοφλεβίτιδα | οι | θρομβοφλεβίτιδες |
| γενική | της | θρομβοφλεβίτιδας | των | θρομβοφλεβίτιδων |
| αιτιατική | τη | θρομβοφλεβίτιδα | τις | θρομβοφλεβίτιδες |
| κλητική | θρομβοφλεβίτιδα | θρομβοφλεβίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θρομβοφλεβίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική thrombophlebitis < αρχαία ελληνική θρόμβ(ος) + -ο- + phlebitis (> φλεβίτιδα) < αρχαία ελληνική φλέψ (φλέβα) + -ίτιδα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θɾoɱ.vo.fleˈvi.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρομ‐βο‐φλε‐βί‐τι‐δα
Μεταφράσεις
θρομβοφλεβίτιδα
|
|
Αναφορές
- θρομβοφλεβίτιδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.