φλεβοτομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλεβοτομία οι φλεβοτομίες
      γενική της φλεβοτομίας των φλεβοτομιών
    αιτιατική τη φλεβοτομία τις φλεβοτομίες
     κλητική φλεβοτομία φλεβοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλεβοτομία < αρχαία ελληνική φλεβοτομία < φλεβοτομέω < φλεβοτόμος

Ουσιαστικό

φλεβοτομία θηλυκό

  • τομή φλέβας για διάφορους ιατρικούς λόγους (π.χ. για αφαίμαξη στην αρχαιότητα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.