ενδοφλεβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοφλεβικός η ενδοφλεβική το ενδοφλεβικό
      γενική του ενδοφλεβικού της ενδοφλεβικής του ενδοφλεβικού
    αιτιατική τον ενδοφλεβικό την ενδοφλεβική το ενδοφλεβικό
     κλητική ενδοφλεβικέ ενδοφλεβική ενδοφλεβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοφλεβικοί οι ενδοφλεβικές τα ενδοφλεβικά
      γενική των ενδοφλεβικών των ενδοφλεβικών των ενδοφλεβικών
    αιτιατική τους ενδοφλεβικούς τις ενδοφλεβικές τα ενδοφλεβικά
     κλητική ενδοφλεβικοί ενδοφλεβικές ενδοφλεβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενδοφλεβικός < ενδο- + φλεβικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intraveineux)

Επίθετο

ενδοφλεβικός

  • (ιατρική) που γίνεται ή υπάρχει μέσα στη φλέβα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.