ενδοφλεβίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοφλεβίτιδα οι ενδοφλεβίτιδες
      γενική της ενδοφλεβίτιδας των ενδοφλεβίτιδων
    αιτιατική την ενδοφλεβίτιδα τις ενδοφλεβίτιδες
     κλητική ενδοφλεβίτιδα ενδοφλεβίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδοφλεβίτιδα < ενδο- + φλέβ(α) + -ίτιδα

Προφορά

ΔΦΑ : /en.δo.fleˈvi.ti.δa/

Ουσιαστικό

ενδοφλεβίτιδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.