λιμπεραλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λιμπεραλισμός | οι | λιμπεραλισμοί |
| γενική | του | λιμπεραλισμού | των | λιμπεραλισμών |
| αιτιατική | τον | λιμπεραλισμό | τους | λιμπεραλισμούς |
| κλητική | λιμπεραλισμέ | λιμπεραλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λιμπεραλισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική libéralisme < libéral + -isme < λατινική liberalis < liber < παλαιά λατινικά loeber < πρωτοϊταλική *louðeros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁léwdʰeros < *h₁lewdʰ (λαός)
Συγγενικά
- λιμπεραλιστής
- λιμπεραλίστρια
Μεταφράσεις
λιμπεραλισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.