γυαλιστερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γυαλιστερός | η | γυαλιστερή | το | γυαλιστερό |
| γενική | του | γυαλιστερού | της | γυαλιστερής | του | γυαλιστερού |
| αιτιατική | τον | γυαλιστερό | τη | γυαλιστερή | το | γυαλιστερό |
| κλητική | γυαλιστερέ | γυαλιστερή | γυαλιστερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γυαλιστεροί | οι | γυαλιστερές | τα | γυαλιστερά |
| γενική | των | γυαλιστερών | των | γυαλιστερών | των | γυαλιστερών |
| αιτιατική | τους | γυαλιστερούς | τις | γυαλιστερές | τα | γυαλιστερά |
| κλητική | γυαλιστεροί | γυαλιστερές | γυαλιστερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝa.li.steˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυα‐λι‐στε‐ρός
Συνώνυμα
Αναφορές
- γυαλιστερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.