γυαλιστερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυαλιστερός η γυαλιστερή το γυαλιστερό
      γενική του γυαλιστερού της γυαλιστερής του γυαλιστερού
    αιτιατική τον γυαλιστερό τη γυαλιστερή το γυαλιστερό
     κλητική γυαλιστερέ γυαλιστερή γυαλιστερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυαλιστεροί οι γυαλιστερές τα γυαλιστερά
      γενική των γυαλιστερών των γυαλιστερών των γυαλιστερών
    αιτιατική τους γυαλιστερούς τις γυαλιστερές τα γυαλιστερά
     κλητική γυαλιστεροί γυαλιστερές γυαλιστερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γυαλιστερός < γυαλίζω, γυαλισ- + -τερός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝa.li.steˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυαλιστερός

Επίθετο

γυαλιστερός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.