κομματάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κομματάκι | τα | κομματάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κομματάκι | τα | κομματάκια |
| κλητική | κομματάκι | κομματάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κομματάκι < κομμάτι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Εκφράσεις
- τον κάνω κομματάκια: → δείτε την έκφραση: σπάω στο ξύλο
Επίρρημα
κομματάκι
- (μεταφορικά) λίγο ή κάπως
- μου φαίνεται κομματάκι σκληρό αυτό το κρέας
- είσαι κομματάκι περίεργος ώρες ώρες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.