αιγοπρόβειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιγοπρόβειος η αιγοπρόβεια το αιγοπρόβειο
      γενική του αιγοπρόβειου της αιγοπρόβειας του αιγοπρόβειου
    αιτιατική τον αιγοπρόβειο την αιγοπρόβεια το αιγοπρόβειο
     κλητική αιγοπρόβειε αιγοπρόβεια αιγοπρόβειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιγοπρόβειοι οι αιγοπρόβειες τα αιγοπρόβεια
      γενική των αιγοπρόβειων των αιγοπρόβειων των αιγοπρόβειων
    αιτιατική τους αιγοπρόβειους τις αιγοπρόβειες τα αιγοπρόβεια
     κλητική αιγοπρόβειοι αιγοπρόβειες αιγοπρόβεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αιγοπρόβειος < αιγο- + πρόβειος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɣoˈpɾo.vi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αιγοπρόβειος

Επίθετο

αιγοπρόβειος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2008). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Εʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.