φαγώσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαγώσιμος η φαγώσιμη το φαγώσιμο
      γενική του φαγώσιμου της φαγώσιμης του φαγώσιμου
    αιτιατική τον φαγώσιμο τη φαγώσιμη το φαγώσιμο
     κλητική φαγώσιμε φαγώσιμη φαγώσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαγώσιμοι οι φαγώσιμες τα φαγώσιμα
      γενική των φαγώσιμων των φαγώσιμων των φαγώσιμων
    αιτιατική τους φαγώσιμους τις φαγώσιμες τα φαγώσιμα
     κλητική φαγώσιμοι φαγώσιμες φαγώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαγώσιμος, σύνθετη λέξη < φαγω- (από το ρήμα φαγώνομαι) + επίθημα -ιμος

Επίθετο

φαγώσιμος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.