παλιόφατσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιόφατσα οι παλιόφατσες
      γενική της παλιόφατσας
    αιτιατική την παλιόφατσα τις παλιόφατσες
     κλητική παλιόφατσα παλιόφατσες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλιόφατσα < παλιό- + φάτσα

Ουσιαστικό

παλιόφατσα θηλυκό

  1. ρεμάλι
  2. (οικείο) χαιρετισμός οικείος και πειραχτικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.