πρώρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρώρα | οι | πρώρες |
| γενική | της | πρώρας | των | πρωρών |
| αιτιατική | την | πρώρα | τις | πρώρες |
| κλητική | πρώρα | πρώρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρώρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρῷρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρώ‐ρα
Ουσιαστικό
πρώρα θηλυκό
- (λόγιο, ναυτικός όρος): η πλώρη, το μπροστινό τμήμα πλοίου, ή σκάφους ή λέμβου
Συγγενικά
- Λέξεις με πρωρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
πρώρα
|
|
Πηγές
- πρώρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.