μαλακόφατσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαλακόφατσα | οι | μαλακόφατσες |
| γενική | της | μαλακόφατσας | — | |
| αιτιατική | τη | μαλακόφατσα | τις | μαλακόφατσες |
| κλητική | μαλακόφατσα | μαλακόφατσες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαλακόφατσα θηλυκό
Μεταφράσεις
μαλακόφατσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.