εκφυλόφατσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκφυλόφατσα | οι | εκφυλόφατσες |
| γενική | της | εκφυλόφατσας | — | |
| αιτιατική | την | εκφυλόφατσα | τις | εκφυλόφατσες |
| κλητική | εκφυλόφατσα | εκφυλόφατσες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εκφυλόφατσα θηλυκό
- άτομο που από το παρουσιαστικό του πιστεύουμε ότι είναι έκφυλο
- άτομο το οποίο έχει συμπεριφορά έκφυλου
Ταυτόσημο
- εκφυλόμουτρο
Μεταφράσεις
εκφυλόφατσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.