ούνα φάτσα, ούνα ράτσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ούνα φάτσα, ούνα ράτσα < ιταλική una faccia, una razza (ένα πρόσωπο, μία φυλή) <  δείτε τις λέξεις una, faccia και razza

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈu.na ˈfa.t͡sa ˈu.na ˈɾa.t͡sa/

Έκφραση

ούνα φάτσα, ούνα ράτσα

  1. έκφραση που χρησιμοποιείται για να τονιστούν τα κοινά στοιχεία μεταξύ των Ελλήνων και των Ιταλών
      Για εμάς τους Ελληνες το «ούνα φάτσα ούνα ράτσα» είναι μια κολακευτική ερμηνεία των δεσμών μας με την Ιταλία. Κι επειδή η Ιταλία είναι μια χώρα που έχει γενικώς… ζήτηση (στυλ, ντιζάιν, κουζίνα, σινεμά, μουσική, κ.ά.) συμβαίνει ένας μικρός συνωστισμός οικειοποίησης της συμβολικής της γοητείας.
    Δημήτρης Ρηγόπουλος, «Ούνα φάτσα ούνα ράτσα»;, Η Καθημερινή, 5 Ιουνίου 2018
  2. κατ’ επέκταση για ανθρώπους που μοιάζουν αρκετά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.