κατάφατσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατάφατσα < κατα- + φάτσα +

Επίρρημα

κατάφατσα

  1. (οικείο) κατευθείαν προς το πρόσωπο κάποιου
  2. (οικείο) απέναντι ακριβώς
      Από τη μια, έβλεπε προς τη θάλασσα κι απ' την άλλη, είχε κατάφατσα τη βεράντα τ' αντικρυνού σπιτιού, στολισμένη με γιασεμί και γαρδένιες. (Φάνης Μούλιος, Η γάτα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.