κατάφατσα
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
κατάφατσα
- (οικείο) κατευθείαν προς το πρόσωπο κάποιου
- (οικείο) απέναντι ακριβώς
- ※ Από τη μια, έβλεπε προς τη θάλασσα κι απ' την άλλη, είχε κατάφατσα τη βεράντα τ' αντικρυνού σπιτιού, στολισμένη με γιασεμί και γαρδένιες. (Φάνης Μούλιος, Η γάτα)
Μεταφράσεις
κατάφατσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.