fléau
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fle.o/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| fléau | fléaux |
fléau (fr) αρσενικό
- το φραγγέλιο, το μαστίγιο
- η καταστροφή
- η μάστιγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.