παραστρατιωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραστρατιωτικός η παραστρατιωτική το παραστρατιωτικό
      γενική του παραστρατιωτικού της παραστρατιωτικής του παραστρατιωτικού
    αιτιατική τον παραστρατιωτικό την παραστρατιωτική το παραστρατιωτικό
     κλητική παραστρατιωτικέ παραστρατιωτική παραστρατιωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραστρατιωτικοί οι παραστρατιωτικές τα παραστρατιωτικά
      γενική των παραστρατιωτικών των παραστρατιωτικών των παραστρατιωτικών
    αιτιατική τους παραστρατιωτικούς τις παραστρατιωτικές τα παραστρατιωτικά
     κλητική παραστρατιωτικοί παραστρατιωτικές παραστρατιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραστρατιωτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

παραστρατιωτικός

  • Αυτός που δρα παράλληλα με τις επίσημες στρατιωτικές δυνάμεις και επιδιώκει συνήθως σκοπούς οι οποίοι δεν επιτυγχάνονται με νόμιμα μέσα και με ορθόδοξες στρατιωτικές μεθόδους.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.