πλάστιγγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλάστιγγα | οι | πλάστιγγες |
| γενική | της | πλάστιγγας | των | πλαστιγγών |
| αιτιατική | την | πλάστιγγα | τις | πλάστιγγες |
| κλητική | πλάστιγγα | πλάστιγγες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πλάστιγγα (2)

αρχαία ρωμαϊκή πλάστιγγα(2)
Ετυμολογία
- πλάστιγγα < αρχαία ελληνική πλάστιγξ
Ουσιαστικό
πλάστιγγα θηλυκό
- το πιάτο (ή ο δίσκος) της ζυγαριάς
- είδος ζυγαριάς για ογκώδη ή βαριά αντικείμενα που έχει μόνο μία πλάστιγγα και η ζύγιση γίνεται μέσω μηχανισμού
- (μεταφορικά) για την τελική έκβαση μιας αμφίρροπης υπόθεσης
- όλοι αναρωτιούνται για το προς τα πού θα γείρει τελικά η πλάστιγγα των εσωκομματικών εκλογών (αναρωτιούνται ποιος θα τις κερδίσει)
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.