φάλαγγας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φάλαγγας | οι | φάλαγγες |
| γενική | του | φάλαγγα | των | φαλάγγων |
| αιτιατική | τον | φάλαγγα | τους | φάλαγγες |
| κλητική | φάλαγγα | φάλαγγες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φάλαγγας < τουρκική λέξη falaka (ξύλινη ποδοκάκη) < αρχαία ελληνική φάλαγξ
Ουσιαστικό
φάλαγγας αρσενικό και φάλαγγα θηλυκό
- βασανιστήριο που εφαρμοζόταν στην Ελλάδα από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι και τον 20ο αιώνα, στο οποίο οι βασανιστές ακινητοποιούσαν τα πόδια του κρατούμενου και τον χτυπούσαν με ξύλα στα πέλματα
Εκφράσεις
- του έκαναν φάλαγγα στην ΕΣΑ (επι δικτατορίας, τον υπέβαλαν στο συγκεκριμένο βασανιστήριο)
Μεταφράσεις
→ δείτε τη λέξη φάλαγγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.