υπέρβαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπέρβαση | οι | υπερβάσεις |
| γενική | της | υπέρβασης* | των | υπερβάσεων |
| αιτιατική | την | υπέρβαση | τις | υπερβάσεις |
| κλητική | υπέρβαση | υπερβάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπερβάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπέρβαση < αρχαία ελληνική ὑπέρβασις < ὑπερβαίνω
Ουσιαστικό
υπέρβαση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.