υπέρβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπέρβαση οι υπερβάσεις
      γενική της υπέρβασης* των υπερβάσεων
    αιτιατική την υπέρβαση τις υπερβάσεις
     κλητική υπέρβαση υπερβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπέρβαση < αρχαία ελληνική ὑπέρβασις < ὑπερβαίνω

Ουσιαστικό

υπέρβαση θηλυκό

  1. η διάβαση πάνω από κάτι
  2. το ξεπέρασμα των καθορισμένων ή ανεκτών ορίων, παράβαση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.