υπέρ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπέρ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέρ & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pour[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpeɾ/
Πρόθεση
υπέρ
- (+ αιτιατική) πιο πολύ, πιο πάνω
- ↪ υπέρ το δέον (παραπάνω απ' όσο χρειάζεται)
- (+ γενική) για να υπερασπιστεί κάποιος κάτι
- ↪ ψήφισε υπέρ της ιδέας
- ↪ Είστε υπέρ ή κατά;
- ως πρώτο συνθετικό → δείτε τη λέξη υπερ-
Σύνθετα
- υπερ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα υπερ- στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- υπέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.