υπερβατός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερβατός η υπερβατή το υπερβατό
      γενική του υπερβατού της υπερβατής του υπερβατού
    αιτιατική τον υπερβατό την υπερβατή το υπερβατό
     κλητική υπερβατέ υπερβατή υπερβατό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερβατοί οι υπερβατές τα υπερβατά
      γενική των υπερβατών των υπερβατών των υπερβατών
    αιτιατική τους υπερβατούς τις υπερβατές τα υπερβατά
     κλητική υπερβατοί υπερβατές υπερβατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερβατός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερβατός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾ.vaˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερβατός

Επίθετο

υπερβατός, -ή, -ό

  1. που είναι δυνατόν να τον υπερβούν
  2. (ουσιαστικοποιημένο) υπερβατό: (γραμματική) το υπερβατό σχήμα

Αντώνυμα

  • ανυπέρβατος

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις υπερβαίνω, υπέρ και βαίνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.