υπερβατό
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υπερβατό
ως ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο, σχήμα λόγου, όταν ανάμεσα σε δυο λέξεις με στενή λογική σχέση παρεμβάλλονται μια ή περισσότερες λέξεις με αντιφατική κυρίως σημασία προς αυτές.
«πίνω το ωριοστάλαχτο της πλάκας το φαρμάκι».
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.