υπερβατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερβατικός | η | υπερβατική | το | υπερβατικό |
| γενική | του | υπερβατικού | της | υπερβατικής | του | υπερβατικού |
| αιτιατική | τον | υπερβατικό | την | υπερβατική | το | υπερβατικό |
| κλητική | υπερβατικέ | υπερβατική | υπερβατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερβατικοί | οι | υπερβατικές | τα | υπερβατικά |
| γενική | των | υπερβατικών | των | υπερβατικών | των | υπερβατικών |
| αιτιατική | τους | υπερβατικούς | τις | υπερβατικές | τα | υπερβατικά |
| κλητική | υπερβατικοί | υπερβατικές | υπερβατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερβατικός < υπέρβαση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transcendant[1])
Επίθετο
υπερβατικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον υπεραισθητό ή μεταφυσικό κόσμο, με τον κόσμο που δεν γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
υπερβατικός
- υπερβατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.