υπερβατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερβατικός η υπερβατική το υπερβατικό
      γενική του υπερβατικού της υπερβατικής του υπερβατικού
    αιτιατική τον υπερβατικό την υπερβατική το υπερβατικό
     κλητική υπερβατικέ υπερβατική υπερβατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερβατικοί οι υπερβατικές τα υπερβατικά
      γενική των υπερβατικών των υπερβατικών των υπερβατικών
    αιτιατική τους υπερβατικούς τις υπερβατικές τα υπερβατικά
     κλητική υπερβατικοί υπερβατικές υπερβατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερβατικός < υπέρβαση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transcendant[1])

Επίθετο

υπερβατικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.