υπερβατισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερβατισμός οι υπερβατισμοί
      γενική του υπερβατισμού των υπερβατισμών
    αιτιατική τον υπερβατισμό τους υπερβατισμούς
     κλητική υπερβατισμέ υπερβατισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερβατισμός < (απόδοση) αγγλική transcendentalism. Αναλύεται σε υπερβατι(κός) + -ισμός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾ.va.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερβατισμός

Ουσιαστικό

υπερβατισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) η υπέρβαση του εμπειρισμού και των μαθηματικών αποδείξεων, η θεώρηση ότι η τα όρια της ανθρώπινης γνώσης είναι γνωστά και μη μεταβλητά
  2. (ειδικότερα)
    1. εύρος φιλοσοφικών θέσεων με επίκεντρο είτε τον ορθολογισμό ({{w:Ιμμάνουελ Καντ|Immanuel Kant}}), είτε την διαίσθηση και τον πνευματισμό ({{w:Ραλφ Ουάλντο Έμερσον|Ralph Waldo Emerson}})
    2. (ΗΠΑ, Νέα Αγγλία, 19ος αιώνας) πίστη στην εγγενή ηθική φύση των ανθρώπων, την υπεροχή της διαίσθησης επί της λογικής
  3. (μειωτικό) η ασάφεια στην διατύπωση, η χρήση της ασάφειας ως τεκμήριο αλήθειας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.