υπερβατικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερβατικότητα | οι | υπερβατικότητες |
| γενική | της | υπερβατικότητας | των | υπερβατικοτήτων |
| αιτιατική | την | υπερβατικότητα | τις | υπερβατικότητες |
| κλητική | υπερβατικότητα | υπερβατικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερβατικότητα < υπερβατικός + -ότητα
Μεταφράσεις
υπερβατικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.