υπερατλαντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερατλαντικός η υπερατλαντική το υπερατλαντικό
      γενική του υπερατλαντικού της υπερατλαντικής του υπερατλαντικού
    αιτιατική τον υπερατλαντικό την υπερατλαντική το υπερατλαντικό
     κλητική υπερατλαντικέ υπερατλαντική υπερατλαντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερατλαντικοί οι υπερατλαντικές τα υπερατλαντικά
      γενική των υπερατλαντικών των υπερατλαντικών των υπερατλαντικών
    αιτιατική τους υπερατλαντικούς τις υπερατλαντικές τα υπερατλαντικά
     κλητική υπερατλαντικοί υπερατλαντικές υπερατλαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερατλαντικός < υπερ- + ατλαντικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transatlantique[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.tlan.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερατλαντικός

Επίθετο

υπερατλαντικός, -ή, -ό

  1. που διασχίζει τον Ατλαντικό Ωκεανό
     συνώνυμα: διατλαντικός
  2. που προέρχεται από, ή κατευθύνεται προς στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού
    υπερατλαντικά ταξίδια

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.