υπερπόντιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερπόντιος η υπερπόντια το υπερπόντιο
      γενική του υπερπόντιου της υπερπόντιας του υπερπόντιου
    αιτιατική τον υπερπόντιο την υπερπόντια το υπερπόντιο
     κλητική υπερπόντιε υπερπόντια υπερπόντιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερπόντιοι οι υπερπόντιες τα υπερπόντια
      γενική των υπερπόντιων των υπερπόντιων των υπερπόντιων
    αιτιατική τους υπερπόντιους τις υπερπόντιες τα υπερπόντια
     κλητική υπερπόντιοι υπερπόντιες υπερπόντια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερπόντιος < αρχαία ελληνική ὑπερπόντιος < ὑπέρ + πόντος (θάλασσα)

Επίθετο

υπερπόντιος, -α / -ος, -ο

  • που βρίσκεται, αναφέρεται ή γίνεται πέρα απ' τη θάλασσα, π.χ. πέρα από τον Ατλαντικό για τις ευρωπαϊκές χώρες

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.