υπαλληλάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπαλληλάκος | οι | υπαλληλάκοι |
| γενική | του | υπαλληλάκου | των | υπαλληλάκων |
| αιτιατική | τον | υπαλληλάκο | τους | υπαλληλάκους |
| κλητική | υπαλληλάκο | υπαλληλάκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπαλληλάκος < υπάλληλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pa.liˈla.kos/
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε υπάλληλος
υπαλληλάκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.