εμποροϋπάλληλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εμποροϋπάλληλος | οι | εμποροϋπάλληλοι |
| γενική | του/της του |
εμποροϋπαλλήλου εμποροϋπάλληλου |
των | εμποροϋπαλλήλων |
| αιτιατική | τον/την | εμποροϋπάλληλο | τους/τις τους |
εμποροϋπαλλήλους εμποροϋπάλληλους |
| κλητική | εμποροϋπάλληλε | εμποροϋπάλληλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /em.bo.ɾo.iˈpa.li.los/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.