ξενοδοχοϋπάλληλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ξενοδοχοϋπάλληλος οι ξενοδοχοϋπάλληλοι
      γενική του/της
του
ξενοδοχοϋπαλλήλου
ξενοδοχοϋπάλληλου
των ξενοδοχοϋπαλλήλων
    αιτιατική τον/την ξενοδοχοϋπάλληλο τους/τις
τους
ξενοδοχοϋπαλλήλους
ξενοδοχοϋπάλληλους
     κλητική ξενοδοχοϋπάλληλε ξενοδοχοϋπάλληλοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξενοδοχοϋπάλληλος < ξενοδοχ(είο) + -ο- + υπάλληλος

Ουσιαστικό

ξενοδοχοϋπάλληλος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.