υπαγόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπαγόμενος | η | υπαγόμενη | το | υπαγόμενο |
| γενική | του | υπαγόμενου | της | υπαγόμενης | του | υπαγόμενου |
| αιτιατική | τον | υπαγόμενο | την | υπαγόμενη | το | υπαγόμενο |
| κλητική | υπαγόμενε | υπαγόμενη | υπαγόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπαγόμενοι | οι | υπαγόμενες | τα | υπαγόμενα |
| γενική | των | υπαγόμενων | των | υπαγόμενων | των | υπαγόμενων |
| αιτιατική | τους | υπαγόμενους | τις | υπαγόμενες | τα | υπαγόμενα |
| κλητική | υπαγόμενοι | υπαγόμενες | υπαγόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπαγόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος υπάγω
Μετοχή
υπαγόμενος, -η, -ο
- εκείνος που υπάγεται σε μια κατηγορία, που εμπίπτει σε μία ορισμένη δικαιοδοσία, που ελέγχεται και ρυθμίζεται από συγκεκριμένους κανονισμούς αφορούντες την κατηγορία αυτή
- → δείτε τη λέξη υπάγω
Μεταφράσεις
υπαγόμενος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.