υιοθεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υιοθεσία | οι | υιοθεσίες |
| γενική | της | υιοθεσίας | των | υιοθεσιών |
| αιτιατική | την | υιοθεσία | τις | υιοθεσίες |
| κλητική | υιοθεσία | υιοθεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υιοθεσία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή υἱοθεσία < αρχαία ελληνική «υἱόν θέσθαι»
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.o.θeˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υι‐ο‐θε‐σί‐α
Ουσιαστικό
υιοθεσία θηλυκό
- (νομικός όρος) η νομική διαδικασία κατά την οποία αποκτά κάποιος με δικαστική απόφαση τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του γονέα για ένα παιδί του οποίου δεν είναι φυσικός γονέας
Συνώνυμα
Συγγενικά
-
υιοθεσία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
υιοθεσία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.