παιδοθεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παιδοθεσία οι παιδοθεσίες
      γενική της παιδοθεσίας των παιδοθεσιών
    αιτιατική την παιδοθεσία τις παιδοθεσίες
     κλητική παιδοθεσία παιδοθεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παιδοθεσία < παιδο- + -θεσία

Ουσιαστικό

παιδοθεσία θηλυκό

  • (νεολογισμός) η υιοθεσία
      Αν τεθεί ζήτημα αλλαγής του όρου, προσωπικά θα τασσόμουν υπέρ της τεκνοθεσίας και όχι της παιδοθεσίας. Όχι επειδή γοητεύομαι από τον λογιότερο όρο, κάθε άλλο -αλλά τον βρίσκω ακριβέστερο, αφού «τέκνα» είναι τα δικά μου παιδιά, ενώ «παιδιά» είναι όλα. (Νίκος Σαραντάκος, Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία, Αναδοχή, υιοθεσία και τεκνοθεσία, εφημερίδα Αυγή, 07/05/2018 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.