τίθεμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τίθεμαι < αρχαία ελληνική τίθεμαι, παθητική φωνή του ρήματος τίθημι
Ρήμα
τίθεμαι, στ.μέλλ.: θα τεθώ, αόρ.: τέθηκα (παθητική φωνή του θέτω)
- (λόγιο) για θέμα το οποίο αρχίζει να συζητιέται ή προτείνεται προς συζήτηση
- το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής
- (λόγιο) για άνθρωπο ή πράγμα του οποίου η κατάσταση αλλάζει με επίσημη ενέργεια
- ο υπάλληλος με απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου τίθεται σε αργία
- από αύριο τίθενται σε εφαρμογή τα νέα μέτρα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.