τίθεμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τίθεμαι < αρχαία ελληνική τίθεμαι, παθητική φωνή του ρήματος τίθημι

Ρήμα

τίθεμαι, στ.μέλλ.: θα τεθώ, αόρ.: τέθηκα (παθητική φωνή του θέτω)

  1. (λόγιο) για θέμα το οποίο αρχίζει να συζητιέται ή προτείνεται προς συζήτηση
    το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής
  2. (λόγιο) για άνθρωπο ή πράγμα του οποίου η κατάσταση αλλάζει με επίσημη ενέργεια
    ο υπάλληλος με απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου τίθεται σε αργία
    από αύριο τίθενται σε εφαρμογή τα νέα μέτρα

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.