υιοθετήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υιοθετήσιμος η υιοθετήσιμη το υιοθετήσιμο
      γενική του υιοθετήσιμου της υιοθετήσιμης του υιοθετήσιμου
    αιτιατική τον υιοθετήσιμο την υιοθετήσιμη το υιοθετήσιμο
     κλητική υιοθετήσιμε υιοθετήσιμη υιοθετήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υιοθετήσιμοι οι υιοθετήσιμες τα υιοθετήσιμα
      γενική των υιοθετήσιμων των υιοθετήσιμων των υιοθετήσιμων
    αιτιατική τους υιοθετήσιμους τις υιοθετήσιμες τα υιοθετήσιμα
     κλητική υιοθετήσιμοι υιοθετήσιμες υιοθετήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υιοθετήσιμος < υιοθετώ + -ιμος

Επίθετο

υιοθετήσιμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.