υἱός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | υἱός | οἱ | υἱοί |
| γενική | τοῦ | υἱοῦ | τῶν | υἱῶν |
| δοτική | τῷ | υἱῷ | τοῖς | υἱοῖς |
| αιτιατική | τὸν | υἱόν | τοὺς | υἱούς |
| κλητική ὦ! | υἱέ | υἱοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | υἱώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | υἱοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.